Η Θεά Ηώς


Ξενώνας Ηώς
Η Θεα Ηως


Η Ηώς στην Ελληνική Μυθολογία ήταν η θεότητα-προσωποποίηση της αυγής, κόρη του Τιτάνα Υπερίωνα και της Τιτανίδας Θείας, και επομένως αδελφή του Ήλιου, του οποίου προηγείται κάθε μέρα στο ουράνιο ταξίδι του, και της Σελήνης. Κατ΄ άλλη παράδοση ήταν κόρη της Ευρυφάεσσας ή του Ήλιου και της Ευφροσύνης (άλλο όνομα της Νύκτας).

Την εξύμνησαν πολλοί αρχαίοι Έλληνες ποιητές που με θαυμασμό περιέγραψαν τα ροδόχροα δάκτυλά της, τον χιονόλευκο λαιμό της, τους θαυμαστούς οφθαλμούς της, το απαστράπτοντα πέπλο της συνοδεύοντας το όνομά της με πλήθος θαυμαστικών επιθέτων ή επιφωνημάτων όπως φάενναν, βοώπιν, ευπλόκαμον, κροκόπεπλον, λευκόπτερον, ροδοστεφή, ροδόσφυρον, ροδοδάκτυλον, χρυσήνιον, χρυσόθρονον, χρυσοπέδιλον κ.ά.

Τα επίθετά της, ομολογούν την ταύτισή της με την ανθρωπόμορφη ιδεατή αντίληψη της αυγής. «Ροδοδάκτυλος» και «χρυσοδάκτυλος» είναι οι πρώτες ακτίνες του Ήλιου, τα πρώτα χρώματα του ουρανού λίγο πριν τη ανατολή του Ήλιου. Σύμφωνα με τον Όμηρο, η ροδοδάκτυλος Ηώ, έτρεφε τους ήρωες με αμβροσία (γάλα και μέλι), για να τους κρατά ακμαίους

Το έργο της Ηούς

Η Θεότητα αυτή κατά την Ελληνική Μυθολογία ήταν καθημερινή πρόδρομος του Ήλιου στον οποίον και άνοιγε κάθε αυγή με τα ρόδινα χέρια της τη «Θύρα της Ανατολής». Έπειτα στεφανοφορούσα με άνθη που την εφοδίαζαν πτηνά και με πολύπτυχο πέπλο ανέβαινε στο τέθριππο άρμα της ρίχνοντας άνθη και με υδρίες σκορπούσε ροδόσταμο στη Γη («πρωϊνή δρόσος«), της οποίας οι σταγόνες άστραπταν σαν διαμάντια στις πρώτες ακτίνες του Ήλιου που ακολουθούσε αυτήν.